- μονεμβασία
- Ιστορική μεσαιωνική πόλη στην ανατολική ακτή της Λακωνίας, χτισμένη σ’ ένα βράχο ύψους 300 μ., αποκομμένο από την ξηρά, με την οποία τη συνδέει μια γέφυρα. Η M., με 90 κατοίκους υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μονεμβασίας. Η Μ. είχε παραμείνει ακμαία στο ιστορικό προσκήνιο για χίλια και περισσότερα χρόνια. Η προοδευτική παρακμή της άρχισε μετά την επανάσταση του 1770.
Ιστορία. Η M., της οποίας και το όνομα είναι μεσαιωνικής προέλευσης (Μόνη έμβασις), ενδεικτικό της τοπογραφικής ιδιομορφίας της, είναι γέννημα της βυζαντινής και μεσαιωνικής Ελλάδας. Ο οχυρός της βράχος φαίνεται πως δεν κατοικήθηκε στην αρχαιότητα, ίσως και λόγω της έλλειψης νερού, ενώ στην απέναντι πελοποννησιακή ακτή συναντιούνται μυκηναϊκοί οικισμοί (στο χωριό Άγιος Ιωάννης, της έδειξαν πρόσφατες ανασκαφές, καθώς και η ερημωμένη από τον περασμένο αιώνα αρχαία πόλη της Επιδαύρου Λιμηράς, που οι ντόπιοι την ονομάζουν Παλιά Μονεμβασία).
Ένα περίεργο και πολυσυζητημένο κείμενο, που σε κώδικα φέρει τον τίτλο Περί της κτίσεως της Μονεμβασίας, της πληροφορεί ότι στα χρόνια του αυτοκράτορα Μαυρικίου (582-602 της) Λάκωνες κυνηγημένοι από επιδρομές Αβάρων «δύσβατον τόπον παρά τον της θαλάσσης αιγιαλόν ευρόντες και πόλιν οχυράν οικοδομήσαντες και Μονεμβασίαν ταύτην ονομάσαντες διά το μίαν έχειν των εν αυτώ εισπορευομένων την είσοδον· εν αυτή τη πόλει κατώκησαν μετά του ιδίου αυτών επισκόπου...». Από την πρώιμη ιστορική περίοδο της M., λίγες πληροφορίες υπάρχουν και καθόλου μνημεία. Η ύπαρξη της πόλης επιβεβαιώνεται από σποραδικές πληροφορίες, της π.χ., η επίσκεψη το 728 της του οσίου Βιλιβάνδου κατά τη μετάβαση του της Αγίους Τόπους· ο φοβερός λοιμός που την ερήμωσε το 746· η συμμετοχή του επισκόπου Πέτρου, ο οποίος τιμάται και ως τοπικός άγιος, στη Z’, Οικουμενική Σύνοδο (787). Καλύτερα παρακολουθείται η τύχη της Μ. από τον 12o αι. και μετά. Το 1147 δέχτηκε την επίθεση του νορμανδικού στόλου με ναύαρχο το Γεώργιο Αντιοχέα, την οποία της αντιμετώπισαν οι κάτοικοι με τη γενναιότητά της, με την ναυτική της πείρα και με τη φυσική οχυρότητα του φρουρίου. Για της της λόγους συνάντησε μεγάλη δυσκολία στην κατάκτησή της, μετά από 100 περίπου χρόνια, ο Γουλιέλμος Βιλλεαρδουίνος: ενώ όλη σχεδόν η βυζαντινή Ελλάδα είχε κατακτηθεί από της Φράγκους (1204), η Μ. παρέμεινε ελεύθερη έως το 1249, οπότε παραδόθηκε στον πρίγκιπα ύστερα από στενή πολιορκία τριών ετών και αφού προηγουμένως οι Μονεμβασίτες από την πείνα «εφάγασι της ποντικούς ομοίως τα κατσία (γάτες)». Η κατάκτηση της δεν κράτησε πολύ: το 1259 το κάστρο της Μ. μαζί με τα κάστρα του Μιστρά και της Μάνης, δόθηκαν στον ανορθωτή της βυζαντινής αυτοκρατορίας Μιχαήλ H’ Παλαιολόγο ως αντάλλαγμα για την απελευθέρωση του Βιλλεαρδουίνου, που είχε ηττηθεί και συλληφθεί αιχμάλωτος στη μάχη της Πελαγονίας. Ο Μιχαήλ κάνει τώρα τη Μ. ναυτική και στρατιωτική βάση. Η πόλη αναπτύσσεται οικονομικά χάρη στη ναυτική της δύναμη, αλλά και το μυρωδάτο κρασί της, τη Malvasia, και συγχρόνως γνωρίζει πνευματική και θρησκευτική άνθηση. Είναι της ο συνεχής στόχος των πειρατών. Το 1292 δέχεται τη φοβερή επίθεση του Καταλανού Ρουτζιέρο ντε Λιούρα, που άρπαξε υλικά αγαθά και ανθρώπους. Της αγώνες της εναντίον των πειρατών, οι Μονεμβασίτες μαθαίνουν τη ναυτική πολεμική τέχνη και αναδεικνύονται με τον καιρό σε φοβερούς κουρσάρους και κουρσαρομάχους. Για να ενισχύσουν την οικονομική της ανάπτυξη, οι αυτοκράτορες παρέχουν στη Μ. εμπορικές ναυτικές και τελωνειακές ευκολίες (Χρυσόβουλο Ανδρόνικου του έτους 1317)· για την πνευματική της ανάπτυξη και την ενίσχυση του θρησκευτικού κύρους της, η επισκοπή προάγεται σε μητρόπολη και ο μητροπολίτης έχει ιδιαίτερες τιμές, της ο τίτλος «Παναγιώτατος» (Χρυσόβουλα Ανδρόνικου των ετών 1293, 1301, 1317). Η οικονομική της ανάπτυξη της πόλης συντείνει στην ισχυροποίηση ορισμένων οικογενειών (Μαμωνά, Δαιμονογιάννη κ.ά.), οι οποίες ουσιαστικά κυβερνούν τη Μ. και κάποτε θέλουν να την απαγκιστρώσουν από την κεντρική εξουσία (θλιβερό παράδειγμα είναι η περίπτωση του Παύλου Μαμωνά, που επαναστάτησε κατά του δεσπότη του Μιστρά και πρόσφερε την πόλη της Τούρκους, οι οποίοι της δεν την κράτησαν). Ακολουθεί μια μικρής διάρκειας κατοχή των Βενετών (1419-1431). Παράλληλα οι δεσπότες του Μιστρά, της oποίους υπάγεται η M., καταβάλλουν προσπάθειες να διατηρήσουν στην εξουσία της αυτό το «υπερνεφελές φρούριον» και να ενισχύσουν τη θέση του: εκδίδουν αργυρόβουλα (1450) που επικυρώνουν παλιότερα προνόμια ή δίνουν νέα, της το λεγόμενο «αβιωτίκιον», σύμφωνα με το οποίο η περιουσία των ακλήρων περιερχόταν στην πόλη για συντήρηση των τειχών. Μετά την κατάληψη της Πελοποννήσου από της Τούρκους (1460) και τη φυγή του δεσπότη του Μιστρά Δημητρίου Παλαιολόγου στον σουλτάνο, η Μ. μένει μόνη ελεύθερη πόλη. Οι κάτοικοί της αναγνωρίζουν άρχοντα τον Θωμά Παλαιολόγο – που είχε μεταβεί στο μεταξύ στην Ιταλία – ο οποίος, μη έχοντας τη δύναμη να την κρατήσει, τη θέτει κάτω από την προστασία του πάπα Πίου B’, με την ελπίδα ότι η Μ. θα αποτελέσει ορμητήριο σταυροφορίας για την επανάκτηση της Κωνσταντινούπολης. Αυτό φυσικά δεν έγινε και ο πάπας παραχώρησε την πόλη της Βενετούς (1462), οι οποίοι την κράτησαν ως το 1540, οπότε την πήραν οι Τούρκοι ύστερα από πολιορκία τριών ετών. Το 1690 την ξαναπήραν οι Βενετοί ύστερα από σκληρές και μακροχρόνιες μάχες, το 1715 της την πούλησαν της Τούρκους. Οι πολλοί και μεγάλοι ναοί, που χτίστηκαν στα χρόνια της βενετοκρατίας μαρτυρούν πως στην περίοδο εκείνη η Μ. είχε γνωρίσει οικονομική ακμή. Η προοδευτική παρακμή της θα αρχίσει μετά την άτυχη επανάσταση του 1770. Τελικά ελευθερώθηκε της 23 Ιουλίου 1821.
Μνημεία. Ολόκληρη η Μ. είναι ένα μνημείο. Ο ερυθρωπός βράχος, που υψώνεται επί 300 μ. πάνω από τη θάλασσα, συνδέεται με την ακτή με μια στενή γέφυρα, η οποία στη μεσαιωνική της μορφή ήταν δεκατετράτοξη. Ο οικισμός μπορούμε να πούμε ότι χωρίζεται σε δύο μέρη: στην επάνω πόλη, χτισμένη στο πλάτωμα της κορυφής του βράχου, και στην κάτω πόλη, χτισμένη στην ανωφερή βάση της νοτιοανατολικής πλευράς του βράχου· και οι δύο πόλεις περιβάλλονται με τείχη και επικοινωνούν μεταξύ της με μια σκάλα λαξευμένη στο βράχο και καλά οχυρωμένη. Το κάστρο διατηρείται σε αρκετά καλή κατάσταση, ιδίως στην κάτω πόλη. Η σημερινή κατάστασή του έχει διαμορφωθεί από επισκευές και προσθήκες Βενετών και Τούρκων πάνω στα βυζαντινά θεμέλια. Η επάνω πόλη, εγκαταλελειμμένη σήμερα και ερειπωμένη, διατηρεί, εκτός από τα τείχη και την οχυρωμένη πύλη της, μεγάλες στέρνες για την ύδρευση, γραφικές βίλες και φυλάκια, τα λείψανα της κατοικίας του Βενετού «προβλεπτή» (έχει σωθεί κι ένα μαρμάρινο στόμιο πηγαδιού με τα αρχικά του προβλεπτή Σεβαστιανού Ρενιέρι).
Το μοναδικό σωζόμενο ακέραιο μνημείο της επάνω πόλης από τη βυζαντινή εποχή, αλλά και το σημαντικότερο μνημείο της Μ. είναι ο ναός της Αγίας Σοφίας, χτισμένος στην ανατολική εσχατιά του βράχου. Ανήκει στον λεγόμενο οκταγωνικό τύπο, της και το Δαφνί, ο Όσιος Λουκάς κ.ά. Η σύγκριση της κάτοψης της Αγίας Σοφίας με της οκταγωνικούς ναούς δείχνει απλούστερη από του Δαφνιού (περίπου 1100) και πιο σύνθετη από των Αγίων Θεοδώρων του Μιστρά (1296): έτσι μπορεί να χρονολογηθεί στα τέλη του 12ου αι. ή της αρχές του 13ου. Στη χρονολόγηση αυτή συμβάλλουν και οι κομψές αναλογίες του οικοδομήματος. Στη νότια πλευρά του ο ναός έχει μια διπλή στοά (τέτοιες στοές συναντιούνται συχνά της εκκλησίες του Μιστρά) με θαυμάσια θέα της το πέλαγος. Ο ναός διατηρεί λίγες εξαιρετικής ποιότητας τοιχογραφίες (στηθάρια αγίων, στη βάση του τρούλου, τον Παλαιό των Ημερών στο φουρνικό του ιερού, ιεράρχες στα τόξα κ.ά.) χρονολογούμενες την ίδια εποχή. Στο τύμπανο, επάνω από την πύλη του κυρίως ναού, υπήρχε τοιχογραφία του Παντοκράτορα, καταστρεμμένη της σε μεγάλη έκταση από μεταγενέστερο άνοιγμα, αφού ο ναός ακολούθησε της τύχες της πόλης: στη βενετοκρατία μετατράπηκε σε ναό δυτικού δόγματος και προστέθηκε στη δυτική πλευρά του βαρύ διώροφο κτίριο· στην τουρκοκρατία έγινε τζαμί και οι τοιχογραφίες σκεπάστηκαν με σοβά. Παρά της ταλαιπωρίες του της ο ναός της Αγίας Σοφίας παραμένει το σημαντικότερο μνημείο της M., με της ωραίες αναλογίες του και τον εσωτερικό μεγαλοπρεπή και δοξολογικό του χώρο. Η τοπική παράδοση τον θέλει – χωρίς αυτό να βεβαιώνεται ιστορικά – κτίσμα του αυτοκράτορα Ανδρόνικου.
Η κάτω πόλη, που διατηρείται στη ζωή, κρατά τον μεσαιωνικό της χαρακτήρα με τα ψηλά συμπαγή σπίτια της, με της στενούς γραφικούς δρόμους και με της πολυάριθμες εκκλησίες. Η γνωστότερη και μεγαλύτερη είναι του Ελκομένου Χριστού, που οφείλει τη φήμη της στην περίφημη εικόνα του Ελκομένου, που αφαίρεσε και μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη ο Ισαάκιος Άγγελος. Η παράδοση ανεβάζει την ίδρυση του ναού στον 12o αι., η σημερινή μορφή του της, που φαίνεται πως ολοκληρώθηκε το 1691, δεν διατηρεί πολλά στοιχεία από τον παλιό: είναι μια μεγάλων διαστάσεων, βαριά και επιμήκης τρίκλιτη θολωτή βασιλική με τρούλο που κάθεται κάπως ανόργανα στο μεσαίο κλίτος. Αντί της παλιάς εικόνας του Ελκομένου, υπάρχει σήμερα στο τέμπλο μια εικόνα με το ίδιο θέμα, επτανησιακής προέλευσης, χρονολογούμενη περίπου το 1700, προσφορά της λόγιας μονεμβασίτικης οικογένειας των Λικινίων. Στον ναό της φυλάσσεται μια άλλη εξαιρετικής σημασίας εικόνα, της Σταύρωσης, χρονολογούμενη στο τέλος του 14ου αι., από της μεγαλύτερες (1,16 x 1,45 μ.), αν όχι η μεγαλύτερη, και ωραιότερες της λεγόμενης αναγέννησης των Παλαιολόγων.
Από την εποχή της βενετοκρατίας σώζονται οι εκκλησίες του Αγίου Νικολάου (1703), κτίσμα του ιατροφιλοσόφου Λικινίου, η οποία συνδυάζει στοιχεία της ορθόδοξης παράδοσης με βενετσιάνικα· στην ίδια εποχή ανήκει και η Παναγία η Μυρτιδιώτισσα (παλιότερα την ονόμαζαν Κρητικιά, από τη συνοικία των Κρητικών όπου βρισκόταν) στην οποία της αναμειγνύονται βυζαντινά και βενετσιάνικα στοιχεία.
Υπάρχουν ακόμα δύο κτίρια με τετράγωνη κάτοψη, στεγαζόμενα με μεγάλο τρούλο. Το ένα βρίσκεται απέναντι από την εκκλησία του Ελκομένου και στεγάζει σήμερα τη μουσειακή συλλογή (κυρίως αρχιτεκτονικά μέλη) της Μ.· προηγούμενα ήταν καφενείο και στην τουρκοκρατία τζαμί. Προφορική παράδοση, που δεν επιβεβαιώνεται της από τα μνημειακά δεδομένα, αναφέρει το κτίριο αυτό ως ναό του Αγίου Πέτρου, επίσκοπου Μονεμβασίας. Συγγενικής μορφής είναι και η εκκλησία της Παναγίας της Χρυσαφίτισσας, με την πλούσια κι εδώ παράδοση για τη μετακίνηση της εικόνας από τη Χρύσαφα της Λακωνίας. Στον ναό αυτόν υπάρχει και η μοναδική μικρή πηγή, που θεωρείται αγίασμα.
Από της της μικρότερες εκκλησίες σημειώνουμε την Αγία Άννα, τον Άγιο Δημήτριο, τον Άγιο Στέφανο, τον μισογκρεμισμένο Άγιο Ανδρέα με ίχνη τοιχογραφιών. Της από της εκκλησίες αυτές έχουν δύο κόγχες με θυσιαστήρια για το ορθόδοξο και για το ρωμαιοκαθολικό τυπικό. Ο συνδυασμός της των διάφορων ρυθμών σε όλα σχεδόν τα μνημεία και γενικότερα στη μορφή της Μ. είναι το στοιχείο που της προσδίδει τη μοναδική ιδιοτυπία, τη γραφικότητα και τη γοητεία της.
Πανοραμική άποψη της κάτω πόλης της Μονεμβασίας.
O εντυπωσιακός βράχος της Μονεμβασίας, το «υπερνεφελές φρούριον», γνώρισε ακμή και δόξα, επιδρομές και κατοχές επί περίπου 1.000 χρόνια και άρχισε να παρακμάζει από τα τέλη του 18ου αι. για να κλείσει τελικά την πορεία του ως ιστορική παρουσία και να παραμείνει ολόκληρος ένα μεγάλο, ανεπανάληπτο μνημείο της μεσαιωνικής ιστορίας της Ελλάδας (φωτ. I. Ντεκόπουλου).
Ο ναός της Αγίας Σοφίας στην πάνω πόλη της Μονεμβασίας αποτελεί το σημαντικότερο βυζαντινό μνημείο που σώζεται ακέραιο και χρονολογείται στα τέλη του 12ου και στις αρχές του 13ου αι.
Εικόνα της Σταύρωσης, που βρίσκεται στην εκκλησία του Ελκόμενου Χριστού της Μονεμβασίας και χρονολογείται στα τέλη του 14ου αι.
Η εκκλησία του Ελκόμενου Χριστού στην κάτω πόλη της Μονεμβασίας? η παράδοση τοποθετεί την ίδρυσή του στον 12o αι., η σημερινή μορφή του, όμως, φαίνεται πως ολοκληρώθηκε το 1691.
* * *μονεμβασία, ἡ (Μ)βλ. μονοβασιά.
Dictionary of Greek. 2013.